ἑλκτικῆς

ἑλκτικῆς
ἑλκτικός
fit for drawing
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

  • βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… …   Dictionary of Greek

  • Καζιμίρ, Χέντρικ — (Hendrik Casimir, Χάγη 1909 – 2000). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1931. Αφού είχε ήδη θητεύσει δίπλα στον νομπελίστα Νιλς Μπορ, συνέχισε το διδακτορικό του ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”